- ἐπίδοι
- ἐπίδοῑ , ἐπεῖδονlook uponaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεμέτωρ — νεμέτωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που απονέμει δικαιοσύνη, κριτής, τιμωρός, εκδικητής («τώς νιν Ζεὺς νεμέτωρ ἐπίδοι κοταίνων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < δισύλλαβο θ. νεμε τού ρ. νέμω (πρβλ. νέμε σις*) + επίθημα τωρ, πιθ. κατά το γενέ τωρ (βλ. και λ.… … Dictionary of Greek
πρόφρων — ο, η, ΝΜΑ, και θηλ. επικ. τ. πρόφρασσα Α ως επίθ. 1. αυτός που είναι διατεθειμένος να κάνει με προθυμία κάτι (α. «πρόφρων κατένευσε Κρονίων», Ομ. Ιλ. β. «πρόφρων σε Ἑρμῆς Ἅιδης τε δέχοιτο», Ευρ.) 2. πρόθυμος, γεμάτος ζήλο («ἀμύνοι πρόφρονι θυμῷ» … Dictionary of Greek